- αποπεμπτικός
- ἀποπεμπτικός, -ή, -όν (Α) [απόπεμπτος]1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπεμπτικῶν — ἀποπεμπτικός valedictory fem gen pl ἀποπεμπτικός valedictory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεμπτικόν — ἀποπεμπτικός valedictory masc acc sg ἀποπεμπτικός valedictory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεμπτικοί — ἀποπεμπτικός valedictory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)